- αυτοματικός
- -ή, -ό1. αυτός που συντελείται αυτόματα, από μόνος του2. το θηλ. ως ουσ. η αυτοματικήη τεχνική της παραγωγής αυτομάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς την επέμβαση της βούλησης ή άμεσης εξωτερικής αιτίας: Η κίνηση των βλεφάρων είναι αυτοματική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημιαυτοματικός — ή, ό βλ. ημιαυτόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αυτοματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek